-
1 ожидать
ρ.δ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. ожиданный, βρ: -дан, -а, -о.1. αναμένω, περιμένω, καρτερώ•ожидать поезд περιμένω το τραίνο•
ожидать случай περιμένω την ευκαιρία•
ожидать изв-стия περιμένω νέα•
тебя я -э.ю εσένα περιμένω.
|| μτφ. προσδοκώ, προσμένω.2. ελπίζω•я этого от вас не -ал αυτό δεν το περίμενα από σας.
3. επιφυλάσσω•блестящая карьера -ет его λαμπρή σταδιοδρομία τον περιμένει.
περιμένομαι, αναμένομαι• προβλέπομαι•весна -ется поздняя η Ανοιξη αναμένεται όψιμη•
он -ется прийти завтра αυτός αναμένεται να έρθει αύριο.
-
2 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение